κρούστα
[ˈkrusta]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Krusteθηλυκό | Femininum, weiblich fκρούστα κόρακρούστα κόρα
- Zuckergussαρσενικό | Maskulinum, männlich mκρούστα από ζάχαρηκρούστα από ζάχαρη
- Schorfαρσενικό | Maskulinum, männlich mκρούστα πληγήςκρούστα πληγής
esempi
- κρούστα αλατιούSalzkrusteθηλυκό | Femininum, weiblich f