„κοριός“: αρσενικό κοριός [koˈrjos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Wanze Wanzeθηλυκό | Femininum, weiblich f κοριός κ. συσκευή κοριός κ. συσκευή