„κλήμα“: ουδέτερο κλήμα [ˈklima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Weinstock, Rebe Weinstockαρσενικό | Maskulinum, männlich m κλήμα βοτανική | Botanikβοτ Rebeθηλυκό | Femininum, weiblich f κλήμα βοτανική | Botanikβοτ κλήμα βοτανική | Botanikβοτ