„κλέβω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα κλέβω [ˈklevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) stehlen, rauben, schummeln, bestehlen, entführen stehlen (κάτι από κάποιον jemandem etwas) κλέβω bestehlen (κάποιον από κάτι jemanden um etwas+αιτιατική | +Akkusativ +akk) κλέβω κλέβω rauben κλέβω ησυχία, ύπνο, χρόνο κλέβω ησυχία, ύπνο, χρόνο schummeln κλέβω στα χαρτιά κλέβω στα χαρτιά entführen κλέβω απάγω κλέβω απάγω