„κιβώτιο“: ουδέτερο κιβώτιο [kjiˈvotio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Kiste, Kasten Kisteθηλυκό | Femininum, weiblich f κιβώτιο Kastenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κιβώτιο κιβώτιο esempi αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων αυτοκίνητο | Autoαυτοκ Automatikθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων αυτοκίνητο | Autoαυτοκ μηχανικό κιβώτιο ταχυτήτων αυτοκίνητο | Autoαυτοκ Gangschaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f μηχανικό κιβώτιο ταχυτήτων αυτοκίνητο | Autoαυτοκ κιβώτιο αποθήκευσης Stapelboxθηλυκό | Femininum, weiblich f κιβώτιο αποθήκευσης κιβώτιο ασφαλείας Panzerschrankαρσενικό | Maskulinum, männlich m κιβώτιο ασφαλείας κιβώτιο ασφαλειών Sicherungskastenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κιβώτιο ασφαλειών κιβώτιο διανομής ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ Verteilerkastenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κιβώτιο διανομής ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ κιβώτιο ταχυτήτων αυτοκίνητο | Autoαυτοκ Getriebeουδέτερο | Neutrum, sächlich n κιβώτιο ταχυτήτων αυτοκίνητο | Autoαυτοκ nascondi gli esempimostra più esempi