„κατοικία“: θηλυκό κατοικία [katiˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Haus, Wohnsitz, Wohnung Hausουδέτερο | Neutrum, sächlich n κατοικία σπίτι Wohnungθηλυκό | Femininum, weiblich f κατοικία σπίτι κατοικία σπίτι Wohnsitzαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατοικία τόπος κατοικία τόπος esempi τόποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατοικίας Wohnortαρσενικό | Maskulinum, männlich m τόποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατοικίας