„κατηγορούμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα κατηγορούμαι [katiɣoˈrume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) angeklagt werden, beschuldigt werden angeklagt werden (γιαγενική | Genitiv gen) κατηγορούμαι beschuldigt werden κατηγορούμαι κατηγορούμαι