κατηγορηματικός
[katiɣorimatiˈkos], κατηγορηματική, κατηγορηματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- kategorisch, ausdrücklichκατηγορηματικόςκατηγορηματικός
- prädikativκατηγορηματικός γραμματική | Grammatikγραμμκατηγορηματικός γραμματική | Grammatikγραμμ