„καταραμένος“ καταραμένος [kataraˈmenos], καταραμένη, καταραμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) verflucht verflucht καταραμένος καταραμένος