„κατανυκτικός“ κατανυκτικός [kataniktiˈkos], κατανυκτική, κατανυκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) andächtig andächtig κατανυκτικός κατανυκτικός