„καταγγελία“: θηλυκό καταγγελία [kataŋgjeˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Anzeige, Kündigung Anzeigeθηλυκό | Femininum, weiblich f καταγγελία νομικός όρος | Rechtswesenνομ καταγγελία νομικός όρος | Rechtswesenνομ Kündigungθηλυκό | Femininum, weiblich f καταγγελία συμβολαίου καταγγελία συμβολαίου