„κατάστικτος“ κατάστικτος [kaˈtastiktos], κατάστικτη, κατάστικτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gesprenkelt gesprenkelt κατάστικτος κατάστικτος