κατάστημα
[kaˈtastima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Ladenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατάστημα εμπορικόGeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich nκατάστημα εμπορικόκατάστημα εμπορικό
- Geschäftsstelleθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάστημα όπου στεγάζεται υπηρεσία, εταρείαDienststelleθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάστημα όπου στεγάζεται υπηρεσία, εταρείακατάστημα όπου στεγάζεται υπηρεσία, εταρεία
esempi
- κατάστημα cash and carryAbholmarktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κατάστημα βιολογικών προϊόντωνBioladenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κατάστημα γούναςPelzgeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi