„κατάπληκτος“ κατάπληκτος [kaˈtapliktos], κατάπληκτη, κατάπληκτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) erstaunt, bestürzt erstaunt, bestürzt κατάπληκτος κατάπληκτος