κατάλογος
[kaˈtaloɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Listeθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάλογος λίσταVerzeichnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nκατάλογος λίστακατάλογος λίστα
- Katalogαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατάλογος κ. σε σχήμα βιβλίουκατάλογος κ. σε σχήμα βιβλίου
esempi
- κατάλογος (φαγητών)Speisekarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τηλεφωνικός κατάλογοςTelefonbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κατάλογος αποθεμάτων οικονομία | WirtschaftοικονBestandslisteθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi