καραμπόλα
[karamˈbola]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Karambolageθηλυκό | Femininum, weiblich fκαραμπόλα ατύχημακαραμπόλα ατύχημα
- Sternfruchtθηλυκό | Femininum, weiblich fκαραμπόλα φρούτοκαραμπόλα φρούτο