„καναπεδάκια“: πληθυντικός ουδετέρου καναπεδάκια [kanapeˈðakjia]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) belegte Brote belegte Broteπληθυντικός | Plural pl καναπεδάκια καναπεδάκια