καμένος
[kaˈmenos], καμένη, καμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- angebrannt, abgebrannt, verbranntκαμένοςκαμένος
esempi
- καμένα λάδιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl μηχανήςAltölουδέτερο | Neutrum, sächlich n