καλοριφέρ
[kaloriˈfer]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Heizkörperαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαλοριφέρ σώμακαλοριφέρ σώμα
- Zentralheizungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαλοριφέρ θέρμανση με καλοριφέρκαλοριφέρ θέρμανση με καλοριφέρ