καλλιεργημένος
[kalierjiˈmenos], καλλιεργημένη, καλλιεργημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- kultiviertκαλλιεργημένος άνθρωποςκαλλιεργημένος άνθρωπος
- bestelltκαλλιεργημένος χωράφικαλλιεργημένος χωράφι
esempi
- καλλιεργημένο μαργαριτάριουδέτερο | Neutrum, sächlich nZuchtperleθηλυκό | Femininum, weiblich f