καθυστέρηση
[kaθisˈterisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Verspätungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθυστέρηση τρένουκαθυστέρηση τρένου
- Rückstandαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαθυστέρηση πληρωμήςVerzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαθυστέρηση πληρωμήςκαθυστέρηση πληρωμής
- Verzögerungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθυστέρηση διαπραγματεύσεωνκαθυστέρηση διαπραγματεύσεων
- Rückständigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθυστέρηση χώρας, πνευματικήκαθυστέρηση χώρας, πνευματική