„καθιερώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα καθιερώνομαι [kaθieˈronome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sich etablieren sich etablieren καθιερώνομαι καθιερώνομαι