„καθιερωμένος“ καθιερωμένος [kaθieroˈmenos], καθιερωμένη, καθιερωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) etabliert etabliert καθιερωμένος καθιερωμένος