ισοφαρίζω
[isofaˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- wettmachenισοφαρίζω απώλεια, μειονέκτημαισοφαρίζω απώλεια, μειονέκτημα
ισοφαρίζω
[isofaˈrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ausgleichenισοφαρίζω αθλητισμός | Sportαθλισοφαρίζω αθλητισμός | Sportαθλ