ισορροπώ
[isoroˈpo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ins Gleichgewicht bringenισορροπώ επιφέρω ισορροπίαισορροπώ επιφέρω ισορροπία
- ausgleichenισορροπώ εξισώνωισορροπώ εξισώνω
ισορροπώ
[isoroˈpo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich ins Gleichgewicht bringenισορροπώ βρίσκω την ισορροπία μουισορροπώ βρίσκω την ισορροπία μου
- im Gleichgewicht stehenισορροπώ βρίσκομαι σε ισορροπίαισορροπώ βρίσκομαι σε ισορροπία