„ιππέας“: αρσενικό ιππέας [iˈpeas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-είς> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Reiter Reiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m ιππέας και | undκ. αθλητισμός | Sportαθλ ιππέας και | undκ. αθλητισμός | Sportαθλ