ικετευτικός
[ikjeteftiˈkos], ικετευτική, ικετευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- ικετευτικό γράμμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nBettelbriefαρσενικό | Maskulinum, männlich m