„ιερός“ ιερός [ieˈros], ιερή, ιερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) heilig heilig ιερός θρησκεία | Religionθρησκ ιερός θρησκεία | Religionθρησκ esempi δεν έχει ιερό και όσιο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ihm ist nichts heilig δεν έχει ιερό και όσιο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ορκίζεται σε ό,τι έχει ιερό ότι δεν ήταν αυτός οικείο | umgangssprachlichοικ er schwört Stein und Bein, er wäre es nicht gewesen ορκίζεται σε ό,τι έχει ιερό ότι δεν ήταν αυτός οικείο | umgangssprachlichοικ το ιερό δισκοπότηρο der Heilige Gral το ιερό δισκοπότηρο ιερό τέραςουδέτερο | Neutrum, sächlich n του κινηματογράφου Filmgrößeθηλυκό | Femininum, weiblich f ιερό τέραςουδέτερο | Neutrum, sächlich n του κινηματογράφου nascondi gli esempimostra più esempi