„ιερό“: ουδέτερο ιερό [ieˈro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Heiligtum Heiligtumουδέτερο | Neutrum, sächlich n ιερό θρησκεία | Religionθρησκ ιερό θρησκεία | Religionθρησκ esempi ιερά κείμεναπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Kanonαρσενικό | Maskulinum, männlich m ιερά κείμεναπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl