θύρα
[ˈθira]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Türθηλυκό | Femininum, weiblich fθύραθύρα
- Schnittstelleθηλυκό | Femininum, weiblich fθύρα ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υθύρα ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
- Portαρσενικό | Maskulinum, männlich mθύραθύρα
esempi
- κεκλεισμένων των θυρώνhinter verschlossenen Türen
- θύρα εισόδουEingangstürθηλυκό | Femininum, weiblich f
- θύρα πυρασφάλειαςFeuertürθηλυκό | Femininum, weiblich f