θεωρητικός
[θeoritiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, θεωρητική, θεωρητικόPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- theoretischθεωρητικόςθεωρητικός
esempi
- θεωρητικές επιστήμεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplGeisteswissenschaftenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
θεωρητικός
[θeoritiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Theoretikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fθεωρητικόςθεωρητικός