„θερμαίνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα θερμαίνομαι [θerˈmenome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sich wärmen, sich erwärmen, sich erhitzen, sich beleben sich wärmen θερμαίνομαι θερμαίνομαι sich erwärmen, sich erhitzen θερμαίνομαι γίνομαι θερμός θερμαίνομαι γίνομαι θερμός sich beleben θερμαίνομαι αναζωογονούμαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ θερμαίνομαι αναζωογονούμαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ