θέαμα
[ˈθeama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Anblickαρσενικό | Maskulinum, männlich mθέαμα ό,τι βλέπουμεθέαμα ό,τι βλέπουμε
- Darbietungθηλυκό | Femininum, weiblich fθέαμα θεατρική παράστασηθέαμα θεατρική παράσταση
- Spektakelουδέτερο | Neutrum, sächlich nθέαμα γελοιοποίησηTheaterουδέτερο | Neutrum, sächlich nθέαμα γελοιοποίησηθέαμα γελοιοποίηση
esempi
- θέαμα στον πάγοEisrevueθηλυκό | Femininum, weiblich f