„θάβω“: μεταβατικό ρήμα θάβω [ˈθavo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φτηκα; -μμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) beerdigen, vergraben, begraben, lästern über beerdigen θάβω άνθρωπο θάβω άνθρωπο vergraben θάβω θησαυρό θάβω θησαυρό begraben θάβω ελπίδες, όνειρα, ερείπια, χιονοστιβάδα θάβω ελπίδες, όνειρα, ερείπια, χιονοστιβάδα lästern über+αιτιατική | +Akkusativ +akk θάβω κακολογώ οικείο | umgangssprachlichοικ θάβω κακολογώ οικείο | umgangssprachlichοικ