ζώο
[ˈzoo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Tierουδέτερο | Neutrum, sächlich nζώοζώο
- Viehουδέτερο | Neutrum, sächlich nζώο βίαιος μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτζώο βίαιος μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ
esempi
- κατοικίδιο ζώοHaustierουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ζώαViehουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ζώο τσίρκουZirkustierουδέτερο | Neutrum, sächlich n