„ζωγραφίζω“: μεταβατικό ρήμα ζωγραφίζω [zoɣraˈfizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) malen, anmalen, zeichnen, illustrieren, schildern, ausmalen malen, anmalen ζωγραφίζω ζωγραφίζω zeichnen ζωγραφίζω σχεδιάζω ζωγραφίζω σχεδιάζω illustrieren ζωγραφίζω εικονογραφώ ζωγραφίζω εικονογραφώ schildern, ausmalen ζωγραφίζω περιγράφω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ζωγραφίζω περιγράφω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ