ευχάριστος
[efˈxaristos], ευχάριστη, ευχάριστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- angenehm, erfreulichευχάριστοςευχάριστος
- nettευχάριστος συμπαθήςευχάριστος συμπαθής