„ευφορικός“ ευφορικός [eforiˈkos], ευφορική, ευφορικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) euphorisch euphorisch ευφορικός ευφορικός