„ευνουχίζω“: μεταβατικό ρήμα ευνουχίζω [evnuˈçizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) kastrieren kastrieren ευνουχίζω ευνουχίζω esempi ευνουχισμένο άλογοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Wallachαρσενικό | Maskulinum, männlich m ευνουχισμένο άλογοουδέτερο | Neutrum, sächlich n