ευμένεια
[evˈmenia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Gunstθηλυκό | Femininum, weiblich fευμένεια εύνοιαευμένεια εύνοια
- Wohlwollenουδέτερο | Neutrum, sächlich nευμένεια συμπάθειαευμένεια συμπάθεια