ευκολία
[efkoˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Leichtigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fευκολίαευκολία
- Gefälligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fευκολία διευκόλυνσηευκολία διευκόλυνση
esempi
- ευκολίεςKomfortαρσενικό | Maskulinum, männlich m