„ευθύς“ ευθύς [efˈθis], ευθεία, ευθύεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gerade, direkt, ehrlich gerade ευθύς ίσιος ευθύς ίσιος direkt ευθύς χαρακτήραςκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ευθύς χαρακτήραςκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ehrlich ευθύς τίμιος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ευθύς τίμιος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ esempi κατ’ ευθείαν unmittelbar κατ’ ευθείαν