ευθυγράμμιση
[efθiˈɣramisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Begradigungθηλυκό | Femininum, weiblich fευθυγράμμισηGleichschaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fευθυγράμμισηευθυγράμμιση
esempi
- ευθυγράμμιση κειμένου ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υTextausrichtungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ευθυγράμμιση περιθωρίουBlocksatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m