„ευημερία“: θηλυκό ευημερία [evimeˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Wohlstand, Wohl Wohlstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m ευημερία ευπορία Wohlουδέτερο | Neutrum, sächlich n ευημερία ευπορία ευημερία ευπορία