„ευγενής“ ευγενής [evjeˈnis], ευγενής, ευγενέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) adlig, höflich adlig ευγενής αριστοκρατικής καταγωγής ευγενής αριστοκρατικής καταγωγής höflich ευγενής ευγενικός ευγενής ευγενικός esempi ευγενές αέριοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Edelgasουδέτερο | Neutrum, sächlich n ευγενές αέριοουδέτερο | Neutrum, sächlich n ευγενές μέταλλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Edelmetallουδέτερο | Neutrum, sächlich n ευγενές μέταλλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n