„ερμητικός“ ερμητικός [ermitiˈkos], ερμητική, ερμητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) hermetisch hermetisch ερμητικός ερμητικός