επισύναψη
[epiˈsinapsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Anhangαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπισύναψηεπισύναψη
esempi
- επισύναψη αρχείουDateianhangαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- επισύναψη μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίαςE-Mail-Anhangαρσενικό | Maskulinum, männlich m