επιμονή
[epimoˈni]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Beharrlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιμονή σταθερότηταAusdauerθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιμονή σταθερότηταεπιμονή σταθερότητα
- Hartnäckigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιμονή πείσμαεπιμονή πείσμα