„επικριτικός“ επικριτικός [epikritiˈkos], επικριτική, επικριτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) kritisch kritisch επικριτικός επικριτικός esempi επικριτικός προς την κυβέρνηση regierungskritisch επικριτικός προς την κυβέρνηση