επικράτηση
[epiˈkratisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Vorherrschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fεπικράτηση υπεροχήεπικράτηση υπεροχή
- Durchsetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπικράτηση επιβολήεπικράτηση επιβολή